3,252,803
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπῡριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[λέπυρον]], συνιστάμενος ἐκ φλοιῶν ἢ στρωμάτων, ὡς τὸ [[κρόμμυον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2· πρβλ. [[λεπυρώδης]]. | |lstext='''λεπῡριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[λέπυρον]], συνιστάμενος ἐκ φλοιῶν ἢ στρωμάτων, ὡς τὸ [[κρόμμυον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2· πρβλ. [[λεπυρώδης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> formé de cosses, d’écales <i>ou</i> de tuniques superposées;<br /><b>2</b> partie écailleuse d’un corps.<br />'''Étymologie:''' [[λεπύριον]], -ωδης. | |||
}} | }} |