Anonymous

ὁμιλαδόν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμῑλᾰδόν''': Ἐπίρρ., ([[ὅμιλος]]) ὡς τὸ [[ἰλαδόν]], καθ’ ὁμίλους, κατὰ πλήθη, Λατ. turmatim, Ἰλ. Μ. 3., Ο. 277. ΙΙΙ. Ἀπολλ. Ρόδ., ὡς τὸ [[ὁμοῦ]], [[μετὰ]] δοτικ., [[ὁμοῦ]] μετά..., Γ. 596· ― [[ὡσαύτως]] ὁμῑληδόν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170.
|lstext='''ὁμῑλᾰδόν''': Ἐπίρρ., ([[ὅμιλος]]) ὡς τὸ [[ἰλαδόν]], καθ’ ὁμίλους, κατὰ πλήθη, Λατ. turmatim, Ἰλ. Μ. 3., Ο. 277. ΙΙΙ. Ἀπολλ. Ρόδ., ὡς τὸ [[ὁμοῦ]], [[μετὰ]] δοτικ., [[ὁμοῦ]] μετά..., Γ. 596· ― [[ὡσαύτως]] ὁμῑληδόν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en troupe, en foule;<br /><b>2</b> ensemble avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμιλος]], -δον.
}}
}}