Anonymous

ἀσχημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσχημοσύνη''': ἡ, [[ἔλλειψις]] σχήματος, μορφῆς, ἀσχ. καὶ [[ἀμορφία]] Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 8, πρβλ. 1. 5, 5. 2) παραμόρφωσις τοῦ προσώπου ἐν τῷ αὐλεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 14· [[ἔλλειψις]] εὐσχημοσύνης, Πλάτ. Συμπ. 196Α. ΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, κακὴ [[διαγωγή]], ἀπρεπὴς [[τρόπος]], ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, κτλ.
|lstext='''ἀσχημοσύνη''': ἡ, [[ἔλλειψις]] σχήματος, μορφῆς, ἀσχ. καὶ [[ἀμορφία]] Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 8, πρβλ. 1. 5, 5. 2) παραμόρφωσις τοῦ προσώπου ἐν τῷ αὐλεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 14· [[ἔλλειψις]] εὐσχημοσύνης, Πλάτ. Συμπ. 196Α. ΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, κακὴ [[διαγωγή]], ἀπρεπὴς [[τρόπος]], ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de forme;<br /><b>2</b> difformité, laideur;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> inconvenance, indécence;<br /><b>4</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσχήμων]].
}}
}}