Anonymous

ἄνεμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνεμος''': ὁ, [[ῥεῦμα]] ἀέρος, Ὅμ., κτλ. πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Ἰλ. Μ. 207· ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ Ν. 795· ὦρσεν... ἀνέμοιο θύελλαν Μ. 253· ἀνέμοιο δὲ δεινὸς [[ἀήτης]] Ο. 626, πρβλ. Ξ. 254· ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 407, κτλ.: - [[οὕτως]], ἀνέμων πνεύματα Ἡροδ. 7.16, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ῥιπαὶ Σοφ. Ἀντ. 137, 929· ἀήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 90· αὖραι Εὐρ. Μήδ. 838· πνοιαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1396· ἀνέμου φθόγγοι Σιμωνίδ. 7.12· ἀνέμου κατιόντος μεγάλου, ἐπελθούσης ἰσχυρᾶς καταιγίδος, Θουκ. 2. 25· ἀνέμου ’ξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25· ἁρπασθεὶς ὑπ’ ἀνέμου ... ὃς ἐκπνεῖ [[ταύτῃ]] [[μέγας]] κατὰ Βορέαν ἑστηκώς, [[ὅταν]] ᾖ [[βόρειος]], Θουκ. 6. 104· ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ’, [[ῥίπτω]] τι εἰς τοὺς ἀνέμους, Λατ. ventis tradere, Εὐρ. Τρῳ. 419, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1334· κατ’ ἄνεμον στῆναι, ἵσταμαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ προσβάλλωμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5. 13, πρβλ. Πλούτ. 2. 972Α: - Παροιμ. [[ἄνεμος]]... [[ἄνθρωπος]], ἀσταθὴς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 78· τοιουτοσὶ τίς εἰμι.. .φέρειν τιν’ ἄρας ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]]) [[ἄνεμος]], νὰ σηκώσω τινὰ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ τὸν [[φέρω]] εἶμαι σωστὸς [[ἄνεμος]], Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 5· ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις, «πιάνω τὸν ἄνεμο μὲ τὸ δίχτυ», καί, ἀνέμῳ διαλέγεσθαι, Παροιμιογρ. - Ὁ Ὅμηρ. καὶ ὁ Ἡσ. ἀναφέρουσι μόνον τέσσαρας ἀνέμους, Βορέαν, Εὖρον, Νότον (ὁ Ἡσ. Ἀργέστην) καὶ Ζέφυρον· πρβλ. Γλάδστωνος Ὁμηρικὰς Μελέτας 3. 272 κἑξ. Ὁ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 6, ὀνομάζει [[δώδεκα]], οἵτινες ἐχρησίμευαν πρὸς ὁρισμὸν τῶν διαφόρων σημείων τοῦ ὁρίζοντος, πρβλ. Güttl. Ἡσ. Θ. 379. ΙΙ. [[ἄνεμος]] ἐν τῷ σώματι, [[φῦσα]], Ἱππ. 665. 24 [Ἐκ τῆς √ ΑΝ πρβλ. Σανσκρ. an, an-imi (spiro), an-as (spiritus) an-ilas (ventus)· Λατ. an-imus, an-ima (πρβλ. Ὁρατ. ᾮδ. 4. 12, 2 Κικ.Tusc. 1. 9· Γοτθ. ahma ([[πνεῦμα]]) us-an-an (ἐκπνεῖν)· Παλαιο-Σκανδιν. an-di önd (anima). - Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ Λατ. ventus, κτλ. φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[διάφορος]], ἴδε ἐν λ. [[ἄημι]]].
|lstext='''ἄνεμος''': ὁ, [[ῥεῦμα]] ἀέρος, Ὅμ., κτλ. πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Ἰλ. Μ. 207· ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ Ν. 795· ὦρσεν... ἀνέμοιο θύελλαν Μ. 253· ἀνέμοιο δὲ δεινὸς [[ἀήτης]] Ο. 626, πρβλ. Ξ. 254· ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 407, κτλ.: - [[οὕτως]], ἀνέμων πνεύματα Ἡροδ. 7.16, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ῥιπαὶ Σοφ. Ἀντ. 137, 929· ἀήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 90· αὖραι Εὐρ. Μήδ. 838· πνοιαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1396· ἀνέμου φθόγγοι Σιμωνίδ. 7.12· ἀνέμου κατιόντος μεγάλου, ἐπελθούσης ἰσχυρᾶς καταιγίδος, Θουκ. 2. 25· ἀνέμου ’ξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25· ἁρπασθεὶς ὑπ’ ἀνέμου ... ὃς ἐκπνεῖ [[ταύτῃ]] [[μέγας]] κατὰ Βορέαν ἑστηκώς, [[ὅταν]] ᾖ [[βόρειος]], Θουκ. 6. 104· ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ’, [[ῥίπτω]] τι εἰς τοὺς ἀνέμους, Λατ. ventis tradere, Εὐρ. Τρῳ. 419, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1334· κατ’ ἄνεμον στῆναι, ἵσταμαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ προσβάλλωμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5. 13, πρβλ. Πλούτ. 2. 972Α: - Παροιμ. [[ἄνεμος]]... [[ἄνθρωπος]], ἀσταθὴς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 78· τοιουτοσὶ τίς εἰμι.. .φέρειν τιν’ ἄρας ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]]) [[ἄνεμος]], νὰ σηκώσω τινὰ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ τὸν [[φέρω]] εἶμαι σωστὸς [[ἄνεμος]], Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 5· ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις, «πιάνω τὸν ἄνεμο μὲ τὸ δίχτυ», καί, ἀνέμῳ διαλέγεσθαι, Παροιμιογρ. - Ὁ Ὅμηρ. καὶ ὁ Ἡσ. ἀναφέρουσι μόνον τέσσαρας ἀνέμους, Βορέαν, Εὖρον, Νότον (ὁ Ἡσ. Ἀργέστην) καὶ Ζέφυρον· πρβλ. Γλάδστωνος Ὁμηρικὰς Μελέτας 3. 272 κἑξ. Ὁ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 6, ὀνομάζει [[δώδεκα]], οἵτινες ἐχρησίμευαν πρὸς ὁρισμὸν τῶν διαφόρων σημείων τοῦ ὁρίζοντος, πρβλ. Güttl. Ἡσ. Θ. 379. ΙΙ. [[ἄνεμος]] ἐν τῷ σώματι, [[φῦσα]], Ἱππ. 665. 24 [Ἐκ τῆς √ ΑΝ πρβλ. Σανσκρ. an, an-imi (spiro), an-as (spiritus) an-ilas (ventus)· Λατ. an-imus, an-ima (πρβλ. Ὁρατ. ᾮδ. 4. 12, 2 Κικ.Tusc. 1. 9· Γοτθ. ahma ([[πνεῦμα]]) us-an-an (ἐκπνεῖν)· Παλαιο-Σκανδιν. an-di önd (anima). - Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ Λατ. ventus, κτλ. φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[διάφορος]], ἴδε ἐν λ. [[ἄημι]]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> vent;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> agitation de l’âme, passion tumultueuse.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> animus, anima.
}}
}}