3,260,309
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηφήν''': ῆνος, ὁ, κατὰ τοὺς ἀρχαίους οἱ ἄρρενες τῶν μελισσῶν ἐκαλοῦντο κηφῆνες· οὗτοι μένουσιν ἐν τῇ κυψέλῃ ἄεργοι καὶ ἐσθίουσι τὸ [[μέλι]] [[ὅπερ]] παρασκευάζουσιν αἱ ἐργατικαὶ μέλισσαι· [[εἶναι]] δὲ ἄκεντροι, Λατ. fucus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 1., 9. 40, 11, 18, 24 κἑξ.· χρησιμεύει δὲ μεταφ. ὡς [[παρομοίωσις]] ἐπὶ ὀκνηροῦ καὶ λαιμάργου ἀνθρώπου [[μηδόλως]] ἐργαζομένου [[ὅπως]] κερδήσῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 302, πρβλ. Θεογ. 595, Ἀριστοφ. Σφ. 1114, κἑξ.· ὡς ἐν κηρίῳ κ. ἐγγίγνεται Πλάτ. Πολ. 552C· ἐπὶ τῶν κλεπτόντων ξένας ἰδέας συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 7. 708, Πλούτ. 2. 42Α· μεταφορ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γεγηρακότων καὶ ἐξησθενωμένων ἀνθρώπων, ποῦ γαίας δουλεύσω [[γραῦς]], ὡς [[κηφήν]]...; Εὐρ. Τρῳ. 191, πρβλ. Βάκχ. 1364, [[ἔνθα]] ἴδε Musgrav. ― Ὡς μὴ ἔχοντες κέντρα ἐκαλοῦντο κόλουροι ἢ κόθουροι, κολοβοί, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''κηφήν''': ῆνος, ὁ, κατὰ τοὺς ἀρχαίους οἱ ἄρρενες τῶν μελισσῶν ἐκαλοῦντο κηφῆνες· οὗτοι μένουσιν ἐν τῇ κυψέλῃ ἄεργοι καὶ ἐσθίουσι τὸ [[μέλι]] [[ὅπερ]] παρασκευάζουσιν αἱ ἐργατικαὶ μέλισσαι· [[εἶναι]] δὲ ἄκεντροι, Λατ. fucus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 1., 9. 40, 11, 18, 24 κἑξ.· χρησιμεύει δὲ μεταφ. ὡς [[παρομοίωσις]] ἐπὶ ὀκνηροῦ καὶ λαιμάργου ἀνθρώπου [[μηδόλως]] ἐργαζομένου [[ὅπως]] κερδήσῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 302, πρβλ. Θεογ. 595, Ἀριστοφ. Σφ. 1114, κἑξ.· ὡς ἐν κηρίῳ κ. ἐγγίγνεται Πλάτ. Πολ. 552C· ἐπὶ τῶν κλεπτόντων ξένας ἰδέας συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 7. 708, Πλούτ. 2. 42Α· μεταφορ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γεγηρακότων καὶ ἐξησθενωμένων ἀνθρώπων, ποῦ γαίας δουλεύσω [[γραῦς]], ὡς [[κηφήν]]...; Εὐρ. Τρῳ. 191, πρβλ. Βάκχ. 1364, [[ἔνθα]] ἴδε Musgrav. ― Ὡς μὴ ἔχοντες κέντρα ἐκαλοῦντο κόλουροι ἢ κόθουροι, κολοβοί, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆνος (ὁ) :<br />frelon, bourdon, <i>insecte ; fig.</i> qui exploite le travail des autres.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr -- Babiniotis pê apparenté à [[κωφός]]. | |||
}} | }} |