Anonymous

προσεπαιτιάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεπαιτιάομαι''': ἀποθετ., κατηγορῶ [[προσέτι]], Πλουτ. Γ. Γράκχ. 6.
|lstext='''προσεπαιτιάομαι''': ἀποθετ., κατηγορῶ [[προσέτι]], Πλουτ. Γ. Γράκχ. 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />accuser en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπαιτιάομαι]].
}}
}}