3,274,159
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηχᾰνή''': Δωρ. μᾱχανά, ἡ, ([[μῆχος]]) τὸ παρὰ Λατ. machina˙ 1) [[ἐργαλεῖον]], [[μηχάνημα]] πρὸς ἀνύψωσιν βαρῶν καὶ τὰ ὅμοια, Ἡρόδ. 2. 135., 3. 152, κ. ἀλλ.˙ ἰχθυβόλῳ μ. Ποσειδῶνος, ἐπὶ τῆς τριαίνης, Αἰσχύλ. Θήβ. 132˙ λαοπόροις μ., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113, πρβλ. 722. 2) πολεμική τις [[μηχανή]], Θουκ., τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, μηχανὰς προσάγειν, 2. 76, κτλ.˙ μηχαναῖς [[ἑλεῖν]] 4. 13. 3) θεατρικὴ [[μηχανή]], δι’ ἧς θεοί, κτλ. ἐνεφανίζοντο μετέωροι, Πλάτ. Κρατ. 425D, Κλείταρχ. 407Α· αἵρουσιν [[ὥσπερ]] δάκτυλον τὴν μηχανὴν Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 15, [[ἔνθα]] ἰδὲ Meineke· ἀπὸ μηχανῆς πωλοῦντες [[ὥσπερ]] οἱ θεοὶ Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 19· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ. ἐπὶ παντὸς αἰφνιδίου καὶ ἀπροσδοκήτου πράγματος, ἀπὸ μηχανῆς θεὸς ἐπεφάνης, Λατ. deus ex machina, Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 5· [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανῆς Δημ. 1025, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 15, 10. ΙΙ. [[μέσον]] ἢ [[τρόπος]] δι’ οὗ τις ἐκτελεῖ τι, [[ἤτοι]] κλήρῳ..., ἢ [[ἄλλῃ]] τινὶ μ. Ἡρόδ. 3, 83· εἴ τις ἐστι μ., ἴθι καὶ πειρῶ ὁ αὐτ. 8. 57, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μηχαναί, ἐπίνοιαι, τεχνάσματα, πανουργίαι, δόλοι, Ἡσ. Θ. 146, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχαναὶ [[Διός]], διὰ τῶν τεχνασμάτων τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· [[χερός]]... ἐκτίνοντα μηχανάς, πράξεις βίας, [[αὐτόθι]] 1582· Ὀρέστην μηχαναῖσι μὲν θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον Σοφ. Ἠλ. 1228· κρατεῖ μηχαναῖς... θηρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 349· μ. σοφιστῶν Πλάτ. Νόμ. 908D· παροιμ., μηχαναὶ Σισύφου Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· - φράσεις, μηχανὴν ἢ μηχανὰς προσφέρειν Εὐρ. Εὐρ. Ι. Τ. 112, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1132· προσφέρεσθαι Πολύβ. 1. 18, 11· εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 82, Εὐρ. Ἄλκ. 221· πλέκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 66· πορίζεσθαι Πλάτ. Συμπ. 191Β· ἐκπορίζειν Ἀριστοφ. Σφ. 365· ζητεῖν [[αὐτόθι]] 149· μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]], ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἢν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]], τοιούτοις ἐπεχείρει ἃ δύναται πραχθῆναι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 110· κατ’ ἐμὰν μηχανάν, «κατὰ τὴν [[ἐμαυτοῦ]] γνώμην» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 194· [[μετὰ]] γενικῆς τοῦ ἀντικειμένου, μ. κακῶν, [[ἐπίνοια]] [[ἐναντίον]] τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 221· ἀλλὰ μ. σωτηρίας, [[τρόπος]] δι’ οὗ εὑρίσκει τις ἀσφάλειαν, σωτηρίαν, Αἰσχύλ. Θήβ. 209· οὕτω, μυρίων οὐσῶν μηχανῶν ἀπαλλαγῆς Ξεν. Κύρ. 5. 1, 12 (ἀνθ’ οὗ ὁ Αἰσχύλ. λέγει μηχανὰς εὑρήσομεν, [[ὥστε]] ἀπαλλάξαι, Εὐμ. 82). 2) οὐδεμία [[μηχανή]] [ἐστι] [[ὅπως]] οὐ, μεθ’ ὁριστ. μέλλ., Ἡρόδ. 2. 160· [[ὡσαύτως]] μὴ οὐ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 2. 181., 3. 51· τὸ μὴ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 209· τίς μ. μὴ [[οὐχί]].... Πλάτ. Φαίδων 72D· πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788. 3) [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἐν ἐπιρρ. φράσεσι, ἐκ μηχανῆς τινος, κατά τινα τρόπον, 6. 115· μηδεμιῇ μηχανῇ, κατ’ οὐδένα τρόπον, δι’ οὐδενὸς μέσου, 7. 51, κτλ.· οὕτω, [[μήτε]] τέχνῃ [[μήτε]] μηχανῇ μηδεμιᾷ Σύμβασις παρὰ Θουκ. 5. 18· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Λυσ. 156. 38· πάσῃ μηχανῇ Ἀριστοφ. Λυσ. 300· τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Νόμ. παρὰ Δημ. 551. 25. | |lstext='''μηχᾰνή''': Δωρ. μᾱχανά, ἡ, ([[μῆχος]]) τὸ παρὰ Λατ. machina˙ 1) [[ἐργαλεῖον]], [[μηχάνημα]] πρὸς ἀνύψωσιν βαρῶν καὶ τὰ ὅμοια, Ἡρόδ. 2. 135., 3. 152, κ. ἀλλ.˙ ἰχθυβόλῳ μ. Ποσειδῶνος, ἐπὶ τῆς τριαίνης, Αἰσχύλ. Θήβ. 132˙ λαοπόροις μ., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113, πρβλ. 722. 2) πολεμική τις [[μηχανή]], Θουκ., τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, μηχανὰς προσάγειν, 2. 76, κτλ.˙ μηχαναῖς [[ἑλεῖν]] 4. 13. 3) θεατρικὴ [[μηχανή]], δι’ ἧς θεοί, κτλ. ἐνεφανίζοντο μετέωροι, Πλάτ. Κρατ. 425D, Κλείταρχ. 407Α· αἵρουσιν [[ὥσπερ]] δάκτυλον τὴν μηχανὴν Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 15, [[ἔνθα]] ἰδὲ Meineke· ἀπὸ μηχανῆς πωλοῦντες [[ὥσπερ]] οἱ θεοὶ Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 19· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ. ἐπὶ παντὸς αἰφνιδίου καὶ ἀπροσδοκήτου πράγματος, ἀπὸ μηχανῆς θεὸς ἐπεφάνης, Λατ. deus ex machina, Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 5· [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανῆς Δημ. 1025, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 15, 10. ΙΙ. [[μέσον]] ἢ [[τρόπος]] δι’ οὗ τις ἐκτελεῖ τι, [[ἤτοι]] κλήρῳ..., ἢ [[ἄλλῃ]] τινὶ μ. Ἡρόδ. 3, 83· εἴ τις ἐστι μ., ἴθι καὶ πειρῶ ὁ αὐτ. 8. 57, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μηχαναί, ἐπίνοιαι, τεχνάσματα, πανουργίαι, δόλοι, Ἡσ. Θ. 146, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχαναὶ [[Διός]], διὰ τῶν τεχνασμάτων τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· [[χερός]]... ἐκτίνοντα μηχανάς, πράξεις βίας, [[αὐτόθι]] 1582· Ὀρέστην μηχαναῖσι μὲν θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον Σοφ. Ἠλ. 1228· κρατεῖ μηχαναῖς... θηρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 349· μ. σοφιστῶν Πλάτ. Νόμ. 908D· παροιμ., μηχαναὶ Σισύφου Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· - φράσεις, μηχανὴν ἢ μηχανὰς προσφέρειν Εὐρ. Εὐρ. Ι. Τ. 112, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1132· προσφέρεσθαι Πολύβ. 1. 18, 11· εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 82, Εὐρ. Ἄλκ. 221· πλέκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 66· πορίζεσθαι Πλάτ. Συμπ. 191Β· ἐκπορίζειν Ἀριστοφ. Σφ. 365· ζητεῖν [[αὐτόθι]] 149· μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]], ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἢν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]], τοιούτοις ἐπεχείρει ἃ δύναται πραχθῆναι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 110· κατ’ ἐμὰν μηχανάν, «κατὰ τὴν [[ἐμαυτοῦ]] γνώμην» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 194· [[μετὰ]] γενικῆς τοῦ ἀντικειμένου, μ. κακῶν, [[ἐπίνοια]] [[ἐναντίον]] τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 221· ἀλλὰ μ. σωτηρίας, [[τρόπος]] δι’ οὗ εὑρίσκει τις ἀσφάλειαν, σωτηρίαν, Αἰσχύλ. Θήβ. 209· οὕτω, μυρίων οὐσῶν μηχανῶν ἀπαλλαγῆς Ξεν. Κύρ. 5. 1, 12 (ἀνθ’ οὗ ὁ Αἰσχύλ. λέγει μηχανὰς εὑρήσομεν, [[ὥστε]] ἀπαλλάξαι, Εὐμ. 82). 2) οὐδεμία [[μηχανή]] [ἐστι] [[ὅπως]] οὐ, μεθ’ ὁριστ. μέλλ., Ἡρόδ. 2. 160· [[ὡσαύτως]] μὴ οὐ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 2. 181., 3. 51· τὸ μὴ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 209· τίς μ. μὴ [[οὐχί]].... Πλάτ. Φαίδων 72D· πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788. 3) [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἐν ἐπιρρ. φράσεσι, ἐκ μηχανῆς τινος, κατά τινα τρόπον, 6. 115· μηδεμιῇ μηχανῇ, κατ’ οὐδένα τρόπον, δι’ οὐδενὸς μέσου, 7. 51, κτλ.· οὕτω, [[μήτε]] τέχνῃ [[μήτε]] μηχανῇ μηδεμιᾷ Σύμβασις παρὰ Θουκ. 5. 18· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Λυσ. 156. 38· πάσῃ μηχανῇ Ἀριστοφ. Λυσ. 300· τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Νόμ. παρὰ Δημ. 551. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> machine, engin, <i>particul.</i><br /><b>1</b> machine de guerre;<br /><b>2</b> machine de théâtre ; <i>◊ prov.</i> [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανῆς DÉM comme de la machine, <i>càd</i> d’une façon imprévue <i>ou</i> soudaine (<i>cf. lat.</i> ex machina) ; μηχανὴν αἴρειν, lever la machine, <i>càd</i> faire un coup de théâtre;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> toute invention ingénieuse;<br /><b>1</b> <i>en b. part</i> moyen, expédient : πάσῃ μηχανῇ par tous les moyens ; οὐδεμίᾳ μηχανῇ, par aucun moyen ; οὐδεμία [[μηχανή]] ἐστι [[ὅκως]] [[οὐ]] HDT <i>ou</i> μὴ [[οὐ]] HDT <i>ou</i> τὸ [[μή]] HDT il n’y a aucun moyen de ; [[τίς]] ἔστι [[μηχανή]] ; avec l’inf. quel moyen y a-t-il de ? <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> ruse, artifice, machination.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> machina. | |||
}} | }} |