Anonymous

πρεπόντως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρεπόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[πρέπω]], κατὰ πρέποντα τρόπον, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, [[χαριέντως]], ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ἀξίως]], πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
|lstext='''πρεπόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[πρέπω]], κατὰ πρέποντα τρόπον, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, [[χαριέντως]], ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ἀξίως]], πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />décemment, convenablement.<br />'''Étymologie:''' [[πρέπων]] part. prés. de [[πρέπω]].
}}
}}