3,276,318
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρεπόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[πρέπω]], κατὰ πρέποντα τρόπον, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, [[χαριέντως]], ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ἀξίως]], πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C. | |lstext='''πρεπόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[πρέπω]], κατὰ πρέποντα τρόπον, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, [[χαριέντως]], ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ἀξίως]], πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />décemment, convenablement.<br />'''Étymologie:''' [[πρέπων]] part. prés. de [[πρέπω]]. | |||
}} | }} |