δουρικμής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουρικμής''': -κτητος, -ληπτος, -μανής, μαχος, Ἰων ἀντὶ δορι-.
|lstext='''δουρικμής''': -κτητος, -ληπτος, -μανής, μαχος, Ἰων ἀντὶ δορι-.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br /><i>ion. ou poét. c.</i> [[δορικανής]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κάμνω]].
}}
}}