Anonymous

κρόκη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρόκη''': ἡ: [[προσέτι]] ὡς ἐξ ὀνομ. *κρόξ, ἑτερόκλ. αἰτιατ. [[κρόκα]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536, ὀνομαστ. πληθ. [[κρόκες]] Ἀνθ. Π. 6. 335· ([[κρέκω]])· ― τὸ ὑφάδι τὸ ὁποῖον εἰσάγεται μεταξὺ τῶν νημάτων τοῦ στήμονος, Λατ. subtemen, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Πολιτικ. 283Α, Κράτ. 388Β· νῆσαι μαλθακωτάτην κρ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 19, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· κρόκας ἐμβάλλειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3· πρβλ. κροκονητική. 2) [[καθόλου]], [[μίτος]], κλωστή, Ἱππ. 467. 41, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 26, κτλ. 3) = κροκύς, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης [[χόλιξ]] Ἀριστοφ. Σφ. 1144· ἐν τῷ πληθυντ., μαλακαῖς κρόκαις, μὲ ἐνδύματα ἐκ μαλακοῦ ἐρίου, Πινδ. Ν. 10. 83· κρόκαισι, διὰ μαλακῶν μαλλίνων ὑφασμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 474, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας, ἀπολέσαντες τὴν μαλλωτὴν ἐπιφάνειαν, τετριμμένοι, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 12· τῆς κρόκης φορουμένης, κατασχιζομένης, Ἀριστοφ. Λυσ. 896, πρβλ. Θεσμ. 738. ΙΙ. ὡς τὸ [[κροκάλη]], [[λίθος]] ἀπεστρογγυλωμένος, [[ψῆφος]], [[χάλιξ]] ἐπὶ τῆς παραλίας, Ἀριστ. Μηχαν. 15, 1· ἐν κρόκῃσι, ἐπὶ τῶν χαλίκων τῆς παραλίας, Λυκόφρ. 107, 193, κτλ.
|lstext='''κρόκη''': ἡ: [[προσέτι]] ὡς ἐξ ὀνομ. *κρόξ, ἑτερόκλ. αἰτιατ. [[κρόκα]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536, ὀνομαστ. πληθ. [[κρόκες]] Ἀνθ. Π. 6. 335· ([[κρέκω]])· ― τὸ ὑφάδι τὸ ὁποῖον εἰσάγεται μεταξὺ τῶν νημάτων τοῦ στήμονος, Λατ. subtemen, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Πολιτικ. 283Α, Κράτ. 388Β· νῆσαι μαλθακωτάτην κρ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 19, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· κρόκας ἐμβάλλειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3· πρβλ. κροκονητική. 2) [[καθόλου]], [[μίτος]], κλωστή, Ἱππ. 467. 41, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 26, κτλ. 3) = κροκύς, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης [[χόλιξ]] Ἀριστοφ. Σφ. 1144· ἐν τῷ πληθυντ., μαλακαῖς κρόκαις, μὲ ἐνδύματα ἐκ μαλακοῦ ἐρίου, Πινδ. Ν. 10. 83· κρόκαισι, διὰ μαλακῶν μαλλίνων ὑφασμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 474, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας, ἀπολέσαντες τὴν μαλλωτὴν ἐπιφάνειαν, τετριμμένοι, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 12· τῆς κρόκης φορουμένης, κατασχιζομένης, Ἀριστοφ. Λυσ. 896, πρβλ. Θεσμ. 738. ΙΙ. ὡς τὸ [[κροκάλη]], [[λίθος]] ἀπεστρογγυλωμένος, [[ψῆφος]], [[χάλιξ]] ἐπὶ τῆς παραλίας, Ἀριστ. Μηχαν. 15, 1· ἐν κρόκῃσι, ἐπὶ τῶν χαλίκων τῆς παραλίας, Λυκόφρ. 107, 193, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />trame de tisserand (qu’on frappe avec la navette) ; <i>p. ext.</i> flocon de laine.<br />'''Étymologie:''' [[κρέκω]] ; cf. *κρόξ.
}}
}}