Anonymous

δολιχήρετμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δολῐχήρετμος''': -ον, (ἐρετμὸς) ὁ μακρὰς ἔχων κώπας, [[νῆες]] Ὀδ. Δ. 499, κτλ.· Φαίηκες = μεταχειριζόμενοι μακρὰς κώπας, Θ. 191· δ. [[Αἴγινα]] Πίνδ. Ο. 8. 27.
|lstext='''δολῐχήρετμος''': -ον, (ἐρετμὸς) ὁ μακρὰς ἔχων κώπας, [[νῆες]] Ὀδ. Δ. 499, κτλ.· Φαίηκες = μεταχειριζόμενοι μακρὰς κώπας, Θ. 191· δ. [[Αἴγινα]] Πίνδ. Ο. 8. 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux longues rames.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], ἐρέτμος.
}}
}}