3,271,311
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφλοισμός''': ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ [[στόμα]] γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = [[φλοῖσβος]], [[πάφλασμα]], τὸ [[φύρδην]] τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀφλοισμός]]· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). [[Κατὰ]] τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ [[ἀφρίζω]], ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ [[φλέω]], φλοισμὸς καὶ [[ἀφλοισμός]], ἔτι δὲ [[ψόφος]] [[ποιός]], ἤ [[ἀφρός]]». Πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[φλέω]]. | |lstext='''ἀφλοισμός''': ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ [[στόμα]] γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = [[φλοῖσβος]], [[πάφλασμα]], τὸ [[φύρδην]] τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀφλοισμός]]· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). [[Κατὰ]] τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ [[ἀφρίζω]], ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ [[φλέω]], φλοισμὸς καὶ [[ἀφλοισμός]], ἔτι δὲ [[ψόφος]] [[ποιός]], ἤ [[ἀφρός]]». Πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[φλέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écume autour de la bouche d’un homme furieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Φλυ couler. | |||
}} | }} |