3,277,206
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσρέω''': (ἴδε ῥέω) ῥέω [[πρός]] τι [[σημεῖον]], «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - [[ἕρπω]] [[πρός]], [[πλησιάζω]] [[πρός]]..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁρμῶ [[πρός]]..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων». | |lstext='''προσρέω''': (ἴδε ῥέω) ῥέω [[πρός]] τι [[σημεῖον]], «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - [[ἕρπω]] [[πρός]], [[πλησιάζω]] [[πρός]]..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁρμῶ [[πρός]]..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=couler vers, <i>d’où</i><br /><b>1</b> affluer;<br /><b>2</b> se glisser vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |