Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεπερείδω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.
|lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; <i>fig.</i> ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; <i>avec un acc. de pers.</i> transpercer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’appuyer de toute sa force sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπερείδω]].
}}
}}