3,277,002
edits
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7. | |lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; <i>fig.</i> ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; <i>avec un acc. de pers.</i> transpercer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’appuyer de toute sa force sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπερείδω]]. | |||
}} | }} |