3,277,637
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰρωνικός''': -ή, -όν, προσποιούμενος, ὑποκρινόμενος, Πλάτ. Σοφ. 268Α· τὸ εἰρωνικὸν = [[εἰρωνεία]], ὁ αὐτ. Νόμ. 908Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Σφ. 174, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ. | |lstext='''εἰρωνικός''': -ή, -όν, προσποιούμενος, ὑποκρινόμενος, Πλάτ. Σοφ. 268Α· τὸ εἰρωνικὸν = [[εἰρωνεία]], ὁ αὐτ. Νόμ. 908Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Σφ. 174, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui fait l’ignorant ; τὸ εἰρωνικόν l’ignorance feinte, la dissimulation.<br />'''Étymologie:''' [[εἴρων]]. | |||
}} | }} |