Anonymous

χειρουργικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ἔργον]] τῶν χειρῶν, ἡ χ. [[ἐπιστήμη]] Ἀριστ. Πολιτ. 8. 6, 3· τὸ χ. [[μέρος]] τῆς μουσικῆς, ἡ ἐκτέλεσις, Πλούτ. 2. 1135Ε. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίαν, ἡ χειρουργικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), Διογ. Λ. 4. 85, παρ’ ᾧ ὁρίζεται ὡς [[τέχνη]] τοῦ τέμνειν καὶ καίειν· οὕτω, τὸ χειρουργικὸν Μοσχίων·―ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Β΄, 148. ΙΙ. εἰργασμένος διὰ τῆς χειρός, Ἥρων Βελοπ. 1. 4.
|lstext='''χειρουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ἔργον]] τῶν χειρῶν, ἡ χ. [[ἐπιστήμη]] Ἀριστ. Πολιτ. 8. 6, 3· τὸ χ. [[μέρος]] τῆς μουσικῆς, ἡ ἐκτέλεσις, Πλούτ. 2. 1135Ε. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίαν, ἡ χειρουργικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), Διογ. Λ. 4. 85, παρ’ ᾧ ὁρίζεται ὡς [[τέχνη]] τοῦ τέμνειν καὶ καίειν· οὕτω, τὸ χειρουργικὸν Μοσχίων·―ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Β΄, 148. ΙΙ. εἰργασμένος διὰ τῆς χειρός, Ἥρων Βελοπ. 1. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la pratique d’un art <i>ou</i> d’un métier.<br />'''Étymologie:''' [[χειρουργός]].
}}
}}