Anonymous

κεδνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεδνός''': -ή, -όν, (πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὰ [[κήδομαι]], [[κῆδος]], [[κήδω]] «κηδανὸς» Εὐστάθ.)· - ἐνεργητ. [[ἐπιμελής]], [[φροντιστικός]], [[ἐπιστρεφής]], [[σοφός]], [[πιστός]], [[φρόνιμος]], ἀείποτε ἐπὶ προσώπων ἐχόντων τι ὑπὸ τὴν κηδεμονίαν των, τοκῆες Ἰλ. Ρ. 28· [[ἄναξ]] Ὀδ. Ξ. 170, κτλ.· οὕτω, κ. πολῖται Πινδ. Π. 4. 208· κ. [[οἰακοστρόφος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 62, πρβλ. 407, 504· [[στρατόμαντις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 122· γυνὴ Εὐρ. κλ. 2) Παθ., ἐπιμελείας τυγχάνων, ἐπιμελημένος, [[ἀγαπητός]], ἀλλὰ καὶ [[σεβαστός]], οἳ οἱ κεδνότατοι καὶ φίλτατοι ἦσαν Ἰλ. Ι. 586· ὅς μοι [[κήδιστος]]… κεδνότατός τε Ὀδ. Κ. 225· (ἅπαντα τὰ λοιπὰ Ὁμηρικὰ χωρία [[κάλλιον]] νὰ ἑρμηνευθῶσιν ἐνεργητικῶς)· οὕτω, κ. [[παρθένος]], τοκέες Πινδ. Π. 9. 216, Ι. 1. 5.<br /> ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδ. πληθ., κένδ’ εἰδυῖα, γνωρίζουσα τὰ καθήκοντά της, Ὀδ. Α. 248, Τ. 346, κτλ. ἤθεα κ. Ἡσ. Ἔργ.κ. Ἡμ. 697, ἀγαθά· ἀλλαχοῦ ἀντιτίθεται κεδνὰ κακοὶ φθείρουσι γυναικῶν ἤθεα μῦθοι Ναυμάχ. 56· πολίων κυβερνάσιες Πινδ. Π. 10, ἐν τέλ.· κ. [[χάρις]], [[πολύτιμος]], τιμὴν ἔχουσα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 8.105· [[φροντίς]], βουλεύματα, [[φρόνιμος]], [[σοφός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 142, 172· ἐφετμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 206· ἐπὶ εἰδήσεων, [[καλός]], [[πλήρης]] χαρᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 622, πρβλ. 261· [[οὔπω]] τι κ. [[ἔσχον]] Ἀργείων πάρα Σοφ. Αἴ. 663.
|lstext='''κεδνός''': -ή, -όν, (πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὰ [[κήδομαι]], [[κῆδος]], [[κήδω]] «κηδανὸς» Εὐστάθ.)· - ἐνεργητ. [[ἐπιμελής]], [[φροντιστικός]], [[ἐπιστρεφής]], [[σοφός]], [[πιστός]], [[φρόνιμος]], ἀείποτε ἐπὶ προσώπων ἐχόντων τι ὑπὸ τὴν κηδεμονίαν των, τοκῆες Ἰλ. Ρ. 28· [[ἄναξ]] Ὀδ. Ξ. 170, κτλ.· οὕτω, κ. πολῖται Πινδ. Π. 4. 208· κ. [[οἰακοστρόφος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 62, πρβλ. 407, 504· [[στρατόμαντις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 122· γυνὴ Εὐρ. κλ. 2) Παθ., ἐπιμελείας τυγχάνων, ἐπιμελημένος, [[ἀγαπητός]], ἀλλὰ καὶ [[σεβαστός]], οἳ οἱ κεδνότατοι καὶ φίλτατοι ἦσαν Ἰλ. Ι. 586· ὅς μοι [[κήδιστος]]… κεδνότατός τε Ὀδ. Κ. 225· (ἅπαντα τὰ λοιπὰ Ὁμηρικὰ χωρία [[κάλλιον]] νὰ ἑρμηνευθῶσιν ἐνεργητικῶς)· οὕτω, κ. [[παρθένος]], τοκέες Πινδ. Π. 9. 216, Ι. 1. 5.<br /> ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδ. πληθ., κένδ’ εἰδυῖα, γνωρίζουσα τὰ καθήκοντά της, Ὀδ. Α. 248, Τ. 346, κτλ. ἤθεα κ. Ἡσ. Ἔργ.κ. Ἡμ. 697, ἀγαθά· ἀλλαχοῦ ἀντιτίθεται κεδνὰ κακοὶ φθείρουσι γυναικῶν ἤθεα μῦθοι Ναυμάχ. 56· πολίων κυβερνάσιες Πινδ. Π. 10, ἐν τέλ.· κ. [[χάρις]], [[πολύτιμος]], τιμὴν ἔχουσα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 8.105· [[φροντίς]], βουλεύματα, [[φρόνιμος]], [[σοφός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 142, 172· ἐφετμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 206· ἐπὶ εἰδήσεων, [[καλός]], [[πλήρης]] χαρᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 622, πρβλ. 261· [[οὔπω]] τι κ. [[ἔσχον]] Ἀργείων πάρα Σοφ. Αἴ. 663.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> sage, prudent;<br /><b>2</b> fidèle, dévoué : κεδνὰ [[ἰδυῖα]] OD femme qui a des sentiments de fidélité ; <i>en gén.</i> honnête : κεδνοὺς λόγους [[ἔχω]] EUR j’ai des intentions <i>litt.</i> des paroles, <i>càd</i> des sentiments honnêtes;<br /><b>II. 1</b> cher, aimé;<br /><b>2</b> digne d’égards <i>ou</i> de respect;<br /><b>3</b> courageux, vaillant : δρᾶν [[τι]] κεδνόν EUR accomplir qqe exploit glorieux;<br /><b>4</b> favorable, prospère, heureux : [[τι]] κεδνὸν ἔχειν [[παρά]] τινος SOPH recevoir qqe bienfait de qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, cf. [[κήδομαι]].
}}
}}