3,274,916
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιφοιτάω''': Ἰων. -έω, [[μεταβαίνω]] που συχνά, [[συχνάζω]], πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]], τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., [[περιέρχομαι]] εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· [[ὥστε]] τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, [[ὥστε]] εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, [[αὐτόθι]] 81. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν [[ὄνειρον]] θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, [[ἐπανέρχομαι]], Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα [[πανταχόσε]], μετέβαινε [[πανταχοῦ]], Πλουτ. Ἀντ. 65. | |lstext='''ἐπιφοιτάω''': Ἰων. -έω, [[μεταβαίνω]] που συχνά, [[συχνάζω]], πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]], τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., [[περιέρχομαι]] εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· [[ὥστε]] τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, [[ὥστε]] εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, [[αὐτόθι]] 81. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν [[ὄνειρον]] θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, [[ἐπανέρχομαι]], Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα [[πανταχόσε]], μετέβαινε [[πανταχοῦ]], Πλουτ. Ἀντ. 65. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> venir de nouveau <i>ou</i> souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. [[ἐς]] τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; <i>avec idée d’hostilité</i> faire des incursions dans un pays ennemi;<br /><b>2</b> venir vers, visiter ; <i>en gén.</i> aller vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φοιτάω]]. | |||
}} | }} |