Anonymous

πολυαστράγαλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαστράγᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.
|lstext='''πολυαστράγᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux nœuds nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀστράγαλος]].
}}
}}