Anonymous

ἐμπλήγδην: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλήγδην''': ἐπίρρ. ([[ἐμπλήσσω]]) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πινυτός]], ἐμὴ [[μήτηρ]], [[πινυτή]] περ [[ἐοῦσα]], ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. [[ἔμπληκτος]].
|lstext='''ἐμπλήγδην''': ἐπίρρ. ([[ἐμπλήσσω]]) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πινυτός]], ἐμὴ [[μήτηρ]], [[πινυτή]] περ [[ἐοῦσα]], ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. [[ἔμπληκτος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec stupeur, follement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
}}
}}