3,277,381
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπλήγδην''': ἐπίρρ. ([[ἐμπλήσσω]]) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πινυτός]], ἐμὴ [[μήτηρ]], [[πινυτή]] περ [[ἐοῦσα]], ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. [[ἔμπληκτος]]. | |lstext='''ἐμπλήγδην''': ἐπίρρ. ([[ἐμπλήσσω]]) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πινυτός]], ἐμὴ [[μήτηρ]], [[πινυτή]] περ [[ἐοῦσα]], ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. [[ἔμπληκτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec stupeur, follement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]]. | |||
}} | }} |