Anonymous

ὑπτιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι [[ἄφροντις]], ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. [[ὕπτιος]] ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., [[κάρα]] γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ [[κεφαλή]] του κλίνει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ [[νῶτον]], ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν [[ἄνοδος]] [[ἠρέμα]] [[προσάντης]] ὑπτίαστο (πρβλ. [[ὕπτιος]] IV) [[αὐτόθι]] 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
|lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι [[ἄφροντις]], ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. [[ὕπτιος]] ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., [[κάρα]] γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ [[κεφαλή]] του κλίνει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ [[νῶτον]], ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν [[ἄνοδος]] [[ἠρέμα]] [[προσάντης]] ὑπτίαστο (πρβλ. [[ὕπτιος]] IV) [[αὐτόθι]] 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se coucher, tomber à la renverse;<br /><b>2</b> se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d’orgueil;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter à la renverse ; <i>Pass.</i> être couché à la renverse;<br /><b>2</b> lier en arrière : [[τὰς]] χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπτιος]].
}}
}}