Anonymous

ἀπόξυρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόξῠρος''': -ον, (ξυρὸν) [[ἀπότομος]], [[τραχύς]], πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. [[ἄποξυς]].
|lstext='''ἀπόξῠρος''': -ον, (ξυρὸν) [[ἀπότομος]], [[τραχύς]], πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. [[ἄποξυς]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ras, nu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποξύρω]].
}}
}}