Anonymous

κλιμάκιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑμάκιον''': ᾰ, τό, ὑποκορ. τοῦ κλῖμαξ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 69, Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1. 6. 2) ἴδε ἐν λέξ. κλῖμαξ ΙΙ. 2.
|lstext='''κλῑμάκιον''': ᾰ, τό, ὑποκορ. τοῦ κλῖμαξ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 69, Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1. 6. 2) ἴδε ἐν λέξ. κλῖμαξ ΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite échelle.<br />'''Étymologie:''' [[κλῖμαξ]].
}}
}}