Anonymous

πολύδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύδακρῠς''': -ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ) ὁ ἔχων πολλὰ δάκρυα, ὁ [[μετὰ]] πολλῶν δακρύων· [[ὅθεν]], Ι. δι’ ὃν πολλὰ δάκρυα χύνονται, [[θλιβερός]], [[λυπηρός]], Ἄρης, [[πόλεμος]], [[ὑσμίνη]] Ἰλ. Γ. 132, 165, Ρ. 544· [[ἰαχή]], [[γόος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Χο. 449· π. ἡδονὴ Εὐρ. Ἠλ. 126. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολὺ δακρύων, κλαίων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 366, Ἀριστοφ. Ὄρν. 212.
|lstext='''πολύδακρῠς''': -ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ) ὁ ἔχων πολλὰ δάκρυα, ὁ [[μετὰ]] πολλῶν δακρύων· [[ὅθεν]], Ι. δι’ ὃν πολλὰ δάκρυα χύνονται, [[θλιβερός]], [[λυπηρός]], Ἄρης, [[πόλεμος]], [[ὑσμίνη]] Ἰλ. Γ. 132, 165, Ρ. 544· [[ἰαχή]], [[γόος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Χο. 449· π. ἡδονὴ Εὐρ. Ἠλ. 126. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολὺ δακρύων, κλαίων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 366, Ἀριστοφ. Ὄρν. 212.
}}
{{bailly
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui fait verser <i>ou</i> qui provoque des larmes abondantes;<br /><b>2</b> accompagné de larmes abondantes (cri, gémissement).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δάκρυ]].
}}
}}