3,253,944
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόμαρος''': ἡ, ἡ «κουμαριά», arbutus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 620, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6. Οἱ καρποὶ αὐτῆς ἐκαλοῦντο μιμαίκυλα, «κούμαρα». Τὸ ἄγριον [[εἶδος]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο [[ἀνδράχνη]], Γαλην. 6. 219, 13. | |lstext='''κόμαρος''': ἡ, ἡ «κουμαριά», arbutus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 620, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6. Οἱ καρποὶ αὐτῆς ἐκαλοῦντο μιμαίκυλα, «κούμαρα». Τὸ ἄγριον [[εἶδος]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο [[ἀνδράχνη]], Γαλην. 6. 219, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />arbousier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. assurée. | |||
}} | }} |