3,258,246
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στυγνάζω''': μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ [[πρόσωπον]] Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. [[στυγνότης]]. | |lstext='''στυγνάζω''': μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ [[πρόσωπον]] Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. [[στυγνότης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> être d’humeur sombre;<br /><b>2</b> avoir l’air sombre ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]]. | |||
}} | }} |