3,258,334
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμοιρία''': [[εὐκληρία]], [[εὐτυχία]], καλὴ [[κατάστασις]], σώματος, φωνῆς Λουκ. Εὐνοῦχ. 8, π. Ὀρχ. 72· εὐμοιρίᾳ τῆς αἱρέσεως τῆς τῶν λόγων καὶ ὁδῶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. Διδασκ. 8· ἀπολ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 5. 3, Πλούτ. 2. 14C, κτλ. | |lstext='''εὐμοιρία''': [[εὐκληρία]], [[εὐτυχία]], καλὴ [[κατάστασις]], σώματος, φωνῆς Λουκ. Εὐνοῦχ. 8, π. Ὀρχ. 72· εὐμοιρίᾳ τῆς αἱρέσεως τῆς τῶν λόγων καὶ ὁδῶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. Διδασκ. 8· ἀπολ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 5. 3, Πλούτ. 2. 14C, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bon état (du corps, de la voix, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔμοιρος]]. | |||
}} | }} |