Anonymous

εὐμοιρία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμοιρία''': [[εὐκληρία]], [[εὐτυχία]], καλὴ [[κατάστασις]], σώματος, φωνῆς Λουκ. Εὐνοῦχ. 8, π. Ὀρχ. 72· εὐμοιρίᾳ τῆς αἱρέσεως τῆς τῶν λόγων καὶ ὁδῶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. Διδασκ. 8· ἀπολ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 5. 3, Πλούτ. 2. 14C, κτλ.
|lstext='''εὐμοιρία''': [[εὐκληρία]], [[εὐτυχία]], καλὴ [[κατάστασις]], σώματος, φωνῆς Λουκ. Εὐνοῦχ. 8, π. Ὀρχ. 72· εὐμοιρίᾳ τῆς αἱρέσεως τῆς τῶν λόγων καὶ ὁδῶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. Διδασκ. 8· ἀπολ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 5. 3, Πλούτ. 2. 14C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bon état (du corps, de la voix, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔμοιρος]].
}}
}}