Anonymous

ἀπρόσιτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόσῐτος''': -ον, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπλησίαστος]], ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· [[καταφυγὴ]] Διόδ. 19. 96: μεταφ., [[παρρησία]] Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F.
|lstext='''ἀπρόσῐτος''': -ον, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπλησίαστος]], ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· [[καταφυγὴ]] Διόδ. 19. 96: μεταφ., [[παρρησία]] Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inabordable, inaccessible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πρόσειμι]].
}}
}}