Anonymous

ῥοφητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοφητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ ῥοφήσῃ, Στράβ. 709, Διοσκ. 5. 124, Γαλην., πρβλ. [[ῥοπτός]].
|lstext='''ῥοφητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ ῥοφήσῃ, Στράβ. 709, Διοσκ. 5. 124, Γαλην., πρβλ. [[ῥοπτός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut avaler.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοφέω]].
}}
}}