Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Περσικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Περσικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Πέρσας, ἡ Περσικὴ (ἐξυπ. [[χώρα]]) ἡ Περσία, Ἡρόδ. 4. 39, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 2) Περσικαί, αἱ, [[εἶδος]] ὑποδημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Νεφ. 151· τὼ Περσικὰ (δυϊκ.) ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 229. 3) ψιλὴ Π., [[εἶδος]] περσικοῦ τάπητος, Ἀθήν. 197Β. 4) [[Περσικός]], ὁ, ἢ Περσικόν, τό, τὸ [[ῥοδάκινον]], Λατ. malium Persicum, ἴδε ἐν λ. [[μηλέα]], [[μῆλον]] (Β)· Π. [[καρύα]], ἡ, ἡ [[καρύα]] ἢ [[κάρυον]], «καρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2. 5) Π. [[ὄρνις]], ὁ κοινὸς [[ἀλεκτρυών]], [[πετεινός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 485, 707· καλεῖται καὶ ὁ Περσικὸς παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὥραις» 1. 6) Περσικόν, τό, [[εἶδος]] Περσικῆς ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1175, ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 6. 1, 10· πρβλ. [[ὄκλασμα]]. 7) τὰ Περσικά, ὁ Περσικὸς [[πόλεμος]], Πλάτ. Νόμ. 643D, κτλ.· παλαιότεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τὸν πόλεμον τοῦτον τὰ Μηδικὰ· ― ἀλλὰ, ὁ Π. [[πόλεμος]], ὁ πρὸς τὸν Περσέα [[πόλεμος]], Πολύβ. 3. 3, 8. ― Ἴδε Μ. Πανταζῆ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Η΄, σ. 210. 8) Περσικὸς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν πολυτελῆ, Περσικαὶ στολαὶ Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4, πρβλ. Ἵππαρχον ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1.
|lstext='''Περσικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Πέρσας, ἡ Περσικὴ (ἐξυπ. [[χώρα]]) ἡ Περσία, Ἡρόδ. 4. 39, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 2) Περσικαί, αἱ, [[εἶδος]] ὑποδημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Νεφ. 151· τὼ Περσικὰ (δυϊκ.) ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 229. 3) ψιλὴ Π., [[εἶδος]] περσικοῦ τάπητος, Ἀθήν. 197Β. 4) [[Περσικός]], ὁ, ἢ Περσικόν, τό, τὸ [[ῥοδάκινον]], Λατ. malium Persicum, ἴδε ἐν λ. [[μηλέα]], [[μῆλον]] (Β)· Π. [[καρύα]], ἡ, ἡ [[καρύα]] ἢ [[κάρυον]], «καρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2. 5) Π. [[ὄρνις]], ὁ κοινὸς [[ἀλεκτρυών]], [[πετεινός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 485, 707· καλεῖται καὶ ὁ Περσικὸς παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὥραις» 1. 6) Περσικόν, τό, [[εἶδος]] Περσικῆς ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1175, ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 6. 1, 10· πρβλ. [[ὄκλασμα]]. 7) τὰ Περσικά, ὁ Περσικὸς [[πόλεμος]], Πλάτ. Νόμ. 643D, κτλ.· παλαιότεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τὸν πόλεμον τοῦτον τὰ Μηδικὰ· ― ἀλλὰ, ὁ Π. [[πόλεμος]], ὁ πρὸς τὸν Περσέα [[πόλεμος]], Πολύβ. 3. 3, 8. ― Ἴδε Μ. Πανταζῆ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Η΄, σ. 210. 8) Περσικὸς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν πολυτελῆ, Περσικαὶ στολαὶ Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4, πρβλ. Ἵππαρχον ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> de Perse, persan, persique ; Περσικὴ [[ὄρνις]] AR oiseau de Perse, le coq;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ἡ Περσική ([[γῆ]]) la Perse;<br /><b>2</b> τὸ Περσικόν ([[ἔθνος]]) le peuple perse, le royaume de Perse ; (<i>s.e.</i> [[ἔθος]]) les coutumes des Perses ; (<i>s.e.</i> [[ὄρχημα]]) sorte de danse;<br /><b>3</b> τὰ Περσικά, écrits sur la Perse, histoire de Perse ; <i>ou</i> guerres contre les Perses ; <i>ou</i> trésors des Perses.<br />'''Étymologie:''' [[Πέρσης]]².
}}
}}