Anonymous

χιονοθρέμμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονοθρέμμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ [[χιονοβοσκός]], [[χιονοτρόφος]].
|lstext='''χιονοθρέμμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ [[χιονοβοσκός]], [[χιονοτρόφος]].
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui nourrit <i>ou</i> entretient la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[θρέμμα]].
}}
}}