Anonymous

θειώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θειώδης''': -ες, ([[θεῖον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[θεῖον]], Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.
|lstext='''θειώδης''': -ες, ([[θεῖον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[θεῖον]], Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες :<br />sulfureux.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]², -ωδης.
}}
}}