3,274,917
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσαφής''': -ές, ὁ μὴ [[σαφής]], [[δυσδιάκριτος]] (εἰς τὰς αἰσθήσεις), [[σκοτεινός]], [[ἀμυδρός]], ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· [[σκιαγραφία]] Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), [[σκοτεινός]], [[δυσκατάληπτος]], [[ἀβέβαιος]], πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. [[γλῶσσα]] Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, [[διδάσκαλος]] Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, [[ἀντί]], ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20. | |lstext='''ἀσαφής''': -ές, ὁ μὴ [[σαφής]], [[δυσδιάκριτος]] (εἰς τὰς αἰσθήσεις), [[σκοτεινός]], [[ἀμυδρός]], ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· [[σκιαγραφία]] Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), [[σκοτεινός]], [[δυσκατάληπτος]], [[ἀβέβαιος]], πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. [[γλῶσσα]] Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, [[διδάσκαλος]] Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, [[ἀντί]], ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; <i>fig.</i> difficile à comprendre, obscur;<br /><i>Cp.</i> ἀσαφέστερος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σαφής]]. | |||
}} | }} |