Anonymous

δυσέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέλεγκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.
|lstext='''δυσέλεγκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐλέγχω]].
}}
}}