Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑσπέριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑσπέριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 395· ([[ἕσπερος]])· ἀντίθ. τῷ ἡοῖος, [[ἑῷος]]· Ι. ἐπὶ χρόνου, πρὸς ἑσπέραν, κατὰ τὸ βράδυ, τὴν ἑσπέραν, Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ., κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] ῥήματος, [[ἑσπέριος]] δ’ εἰς ἄστυ... [[κάτειμι]] Ὀδ. Ο. 505· [[ἑσπέριος]] ἦλθεν Ι. 336· ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει Β. 385· ἀπονέεσθαι ἑσπ. Ι. 452, πρβλ. Β. 357, Ξ. 344· ἑσπ. φλέγεν Πινδ. Ν. 6. 66: _ ἑσπερίῃσι (δηλ. ὥραις), κατὰ τὰς ἑσπερινὰς ὥρας, Ὀππ. Κυν. 1. 138, Μανέθων 2. 422· [[ἄχρι]] ἑσπερίου (ἐξυπ. χρόνου) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 1· - περὶ τοῦ ἑσπ. ἀοιδαί, ἴδε ἐν λέξ. [[ὑποκουρίζομαι]]. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ πρὸς δυσμάς, [[δυτικός]], Λατ. occidentalis, πρὸς... ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Η. 29, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔριφοι Θεόκρ. 7. 53· ἃλς Ἄρατ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 443· τὰ ἑσπ., τὰ δυσμικὰ μέρη, Θουκ. 6. 2, Πλούτ. Ἀντών. 30· ἀφ’ ἑσπερίης (ἐξυπακ. χώρης), ἐκ δυσμῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6012c.
|lstext='''ἑσπέριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 395· ([[ἕσπερος]])· ἀντίθ. τῷ ἡοῖος, [[ἑῷος]]· Ι. ἐπὶ χρόνου, πρὸς ἑσπέραν, κατὰ τὸ βράδυ, τὴν ἑσπέραν, Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ., κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] ῥήματος, [[ἑσπέριος]] δ’ εἰς ἄστυ... [[κάτειμι]] Ὀδ. Ο. 505· [[ἑσπέριος]] ἦλθεν Ι. 336· ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει Β. 385· ἀπονέεσθαι ἑσπ. Ι. 452, πρβλ. Β. 357, Ξ. 344· ἑσπ. φλέγεν Πινδ. Ν. 6. 66: _ ἑσπερίῃσι (δηλ. ὥραις), κατὰ τὰς ἑσπερινὰς ὥρας, Ὀππ. Κυν. 1. 138, Μανέθων 2. 422· [[ἄχρι]] ἑσπερίου (ἐξυπ. χρόνου) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 1· - περὶ τοῦ ἑσπ. ἀοιδαί, ἴδε ἐν λέξ. [[ὑποκουρίζομαι]]. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ πρὸς δυσμάς, [[δυτικός]], Λατ. occidentalis, πρὸς... ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Η. 29, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔριφοι Θεόκρ. 7. 53· ἃλς Ἄρατ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 443· τὰ ἑσπ., τὰ δυσμικὰ μέρη, Θουκ. 6. 2, Πλούτ. Ἀντών. 30· ἀφ’ ἑσπερίης (ἐξυπακ. χώρης), ἐκ δυσμῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6012c.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> du soir, qui a lieu <i>ou</i> se produit le soir, qui fait qch le soir;<br /><b>2</b> de la région du couchant, occidental ; τὰ ἑσπέρια les pays situés à l’ouest, le couchant, l’occident, l’ouest.<br />'''Étymologie:''' [[ἕσπερος]].
}}
}}