Anonymous

στρατηλατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτηλᾰτέω''': ὁδηγῶ στρατὸν εἰς τὴν μάχην, εἰς πόλεμον, ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν Ἡροδ. 1. 124, 5. 31, κ.ἀλλ.· στρ. [[ἐκεῖσε]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· [[δεῦρο]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 465· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 108. Αἰσχύλ. Εὐμ. 687. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι [[διοικητής]], διοικῶ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 61, Ρῆσ. 276· [[μετὰ]] δοτικ., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 52, Ἠλ. 321, 917.
|lstext='''στρᾰτηλᾰτέω''': ὁδηγῶ στρατὸν εἰς τὴν μάχην, εἰς πόλεμον, ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν Ἡροδ. 1. 124, 5. 31, κ.ἀλλ.· στρ. [[ἐκεῖσε]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· [[δεῦρο]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 465· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 108. Αἰσχύλ. Εὐμ. 687. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι [[διοικητής]], διοικῶ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 61, Ρῆσ. 276· [[μετὰ]] δοτικ., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 52, Ἠλ. 321, 917.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être chef d’armée;<br /><b>2</b> diriger une expédition contre, <i>dat. ou</i> [[ἐπί]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[στρατηλάτης]].
}}
}}