3,273,036
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίδειξις''': Ἰων. [[ἐπίδεξις]], εως, ἡ, τὸ ἐπιδεικνύναι, γνωστὸν ποιεῖσθαι, τοῦτο ἐς ἐπ. ἀνθρώπων ἀπίκετο, ἐγένετο περιβόητον, Ἡρόδ. 2. 46. 2) τὸ παρέχειν τι ὁρᾶν πρὸς ἐπίδειξιν, [[ἐπίδειξις]], καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν [[μᾶλλον]] εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως... ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευὴν Θουκ. 6. 31· ἐπ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ὁ αὐτ. 3 16· ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 269, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 2· ἐπ. ποιεῖσθαι τῆς σοφίας Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 10. 3) ἰδίως, λόγων ἐπ. ποιεῖσθαι Δημ. 319. 9· καὶ ἀπολ., [[ἀγόρευσις]] πρὸς ἐπίδειξιν, [[ἀπαγγελία]], Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Γοργ. 447C· ἐπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 44Α, 85D, Πλάτ. Φαῖδρ. 99D, κλ. ΙΙ. [[παράδειγμα]], Λατ. specimen, [[ἐπίδειξις]] Ἑλλάδι, [[παράδειγμα]] εἰς τὴν Ἑλλάδα, Εὐρ. Φοίν. 871· ἐπίδειξιν ποιεῖσθαί τινι ὡς..., παρέχει [[σημεῖον]] ἢ ἀπόδειξιν ὡς…, Αἰσχίν. 7. 23. | |lstext='''ἐπίδειξις''': Ἰων. [[ἐπίδεξις]], εως, ἡ, τὸ ἐπιδεικνύναι, γνωστὸν ποιεῖσθαι, τοῦτο ἐς ἐπ. ἀνθρώπων ἀπίκετο, ἐγένετο περιβόητον, Ἡρόδ. 2. 46. 2) τὸ παρέχειν τι ὁρᾶν πρὸς ἐπίδειξιν, [[ἐπίδειξις]], καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν [[μᾶλλον]] εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως... ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευὴν Θουκ. 6. 31· ἐπ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ὁ αὐτ. 3 16· ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 269, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 2· ἐπ. ποιεῖσθαι τῆς σοφίας Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 10. 3) ἰδίως, λόγων ἐπ. ποιεῖσθαι Δημ. 319. 9· καὶ ἀπολ., [[ἀγόρευσις]] πρὸς ἐπίδειξιν, [[ἀπαγγελία]], Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Γοργ. 447C· ἐπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 44Α, 85D, Πλάτ. Φαῖδρ. 99D, κλ. ΙΙ. [[παράδειγμα]], Λατ. specimen, [[ἐπίδειξις]] Ἑλλάδι, [[παράδειγμα]] εἰς τὴν Ἑλλάδα, Εὐρ. Φοίν. 871· ἐπίδειξιν ποιεῖσθαί τινι ὡς..., παρέχει [[σημεῖον]] ἢ ἀπόδειξιν ὡς…, Αἰσχίν. 7. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> exhibition : ἔρχεσθαί τινι [[εἰς]] ἐπίδειξιν AR se laisser voir à qqn ; <i>fig.</i> [[ἐς]] ἐπίδεξιν <i>(ion.)</i> ἀνθρώπων ἀπικέσθαι HDT en venir à être connu des hommes, devenir notoire <i>en parl. d’un événement</i>;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> étalage, ostentation ; <i>particul.</i> discours d’apparat, déclamation;<br /><b>3</b> preuve, <i>en gén.</i> spécimen, exemple : λόγων ἐπίδειξίν τινα ποιήσασθαι DÉM donner un spécimen de son talent de parole ; preuve : χρηστότητος PLUT de bonté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδείκνυμι]]. | |||
}} | }} |