3,241,287
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρῖναξ''': -ᾰκος, ὁ, ([[τρίς]], [[τρεῖς]]) [[τρίαινα]], τρίκρανον [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀνεκάτωνον τὸν σῖτον, «καρπολόγι», Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Νικ. Θ. 114 [[ἔνθα]] ῑ, ἀλλὰ μεταγεν. καὶ ῐ, Ἀνθ. Π. 6.95 · πρβλ. Δράκ. σ. 121. | |lstext='''θρῖναξ''': -ᾰκος, ὁ, ([[τρίς]], [[τρεῖς]]) [[τρίαινα]], τρίκρανον [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀνεκάτωνον τὸν σῖτον, «καρπολόγι», Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Νικ. Θ. 114 [[ἔνθα]] ῑ, ἀλλὰ μεταγεν. καὶ ῐ, Ἀνθ. Π. 6.95 · πρβλ. Δράκ. σ. 121. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> θρίναξ;<br />ακος (ὁ) :<br />fourche à trois pointes.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]] -- DELG cf. <i>angl.</i> snag « pointe ». | |||
}} | }} |