Anonymous

αἰακτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἰάζω]], [[ἄξιος]] οἰμωγῆς καὶ ὀδυρμοῦ, πήματα, Αἰσχύλ. Θ. 846· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1195· θρηνηθείς· [[θυγάτηρ]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205. ΙΙ. θρηνῶν, [[ἐλεεινός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 931, 1069.
|lstext='''αἰακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἰάζω]], [[ἄξιος]] οἰμωγῆς καὶ ὀδυρμοῦ, πήματα, Αἰσχύλ. Θ. 846· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1195· θρηνηθείς· [[θυγάτηρ]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205. ΙΙ. θρηνῶν, [[ἐλεεινός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 931, 1069.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> déploré, déplorable;<br /><b>2</b> qui déplore.<br />'''Étymologie:''' [[αἰάζω]].
}}
}}