Anonymous

ἀσυνήθεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνήθεια''': ἡ, [[ἔλλειψις]] συνηθείας ἢ πείρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1 (ἔλαττον), 3, 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 2· ἀσ. τοῦ δικολογεῖν, [[ἔλλειψις]] πείρας ἐν τῷ..., Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, πρβλ. Πολύβ. 15. 32, 7.
|lstext='''ἀσυνήθεια''': ἡ, [[ἔλλειψις]] συνηθείας ἢ πείρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1 (ἔλαττον), 3, 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 2· ἀσ. τοῦ δικολογεῖν, [[ἔλλειψις]] πείρας ἐν τῷ..., Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, πρβλ. Πολύβ. 15. 32, 7.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> défaut d’habitude;<br /><b>2</b> défaut d’expérience, ignorance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀσυνήθης]].
}}
}}