Anonymous

ἐποπτήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐποπτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ προστατῶν θεῶν, λιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 640: ― [[ὡσαύτως]], ἐπ. φρυκτωριῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 11.
|lstext='''ἐποπτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ προστατῶν θεῶν, λιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 640: ― [[ὡσαύτως]], ἐπ. φρυκτωριῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 11.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui veille à <i>ou</i> sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
}}