Anonymous

χαυνότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαυνότης''': -ητος, ἡ, τὸ πορῶδες, τὸ σπογγῶδες, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11· τάφρου Πλουτ. Πύρρ. 28· ἐπὶ χιόνος, ὁ αὐτ. 2. 649C· ἐπὶ ἀφροῦ, [[αὐτόθι]] 99Β. ΙΙ. μεταφορ., κενὴ [[ἀλαζονεία]], [[ματαιοφροσύνη]], ἀνοήτου ψυχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 175Β· ἀντίθετον τῷ [[μεγαλοψυχία]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 7, 7.
|lstext='''χαυνότης''': -ητος, ἡ, τὸ πορῶδες, τὸ σπογγῶδες, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11· τάφρου Πλουτ. Πύρρ. 28· ἐπὶ χιόνος, ὁ αὐτ. 2. 649C· ἐπὶ ἀφροῦ, [[αὐτόθι]] 99Β. ΙΙ. μεταφορ., κενὴ [[ἀλαζονεία]], [[ματαιοφροσύνη]], ἀνοήτου ψυχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 175Β· ἀντίθετον τῷ [[μεγαλοψυχία]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> défaut de consistance;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> vanité, vain orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[χαῦνος]].
}}
}}