Anonymous

ὠκυδίνητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκῠδίνητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, [[ταχέως]] περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
|lstext='''ὠκῠδίνητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, [[ταχέως]] περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tourne <i>ou</i> se meut rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δινέω]].
}}
}}