Anonymous

παραδαρθάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδαρθάνω''': μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. παρέδαρθον, ποιητ. παρέδρᾰθον, (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.). Κοιμῶμαι πλησίον, [[τῇδε]] γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Ὀδ. Υ. 88· παραδραθέειν φιλότητι Ἰλ. Ξ. 163.
|lstext='''παραδαρθάνω''': μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. παρέδαρθον, ποιητ. παρέδρᾰθον, (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.). Κοιμῶμαι πλησίον, [[τῇδε]] γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Ὀδ. Υ. 88· παραδραθέειν φιλότητι Ἰλ. Ξ. 163.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραδαρθήσομαι, <i>ao.2</i> παρέδαρθον, <i>inf. poét.</i> [[παραδραθέειν]];<br />dormir auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δαρθάνω]].
}}
}}