Anonymous

συλλείβω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλείβω''': ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, [[οἷον]] [[σπόγγος]] πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ [[ὕδωρ]]» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι [[ὁμοῦ]], [[συρρέω]] κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24.
|lstext='''συλλείβω''': ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, [[οἷον]] [[σπόγγος]] πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ [[ὕδωρ]]» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι [[ὁμοῦ]], [[συρρέω]] κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24.
}}
{{bailly
|btext=verser ensemble goutte à goutte ; <i>Pass.</i> s’épancher goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λείβω]].
}}
}}