Anonymous

ποτίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτίζω''': μέλλ. -ίσω, καὶ -ιῶ, ([[πότος]]) ὡς καὶ νῦν, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, ἄκρητον ποτίσας Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἐπότισεν... ὁ ἰατρὸς τὸ [[φάρμακον]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 11. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς [[νέκταρ]] νὰ πίωσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· μικρὸν [[ὕδωρ]] π. τινὰ Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΔ΄, 17)· [[ποτήριον]] π. τινὰ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 41, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 13. 3) [[ποτίζω]] τὴν γῆν, [[Νεῖλος]] π. χθόνα Ἀνθ. Π. 1. 100, πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 6)· π. τὰ φυόμενα Ξεν. Συμπ. 2, 25· [[ὡσαύτως]] [[ποτίζω]] ζῷα, ταύρως καὶ πόρτιας Θεόκρ. 1. 121. ― Παθ., ποτίζομαι, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 3· ἐπὶ γῆς, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27, κτλ. 4) π. οἴνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16.
|lstext='''ποτίζω''': μέλλ. -ίσω, καὶ -ιῶ, ([[πότος]]) ὡς καὶ νῦν, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, ἄκρητον ποτίσας Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἐπότισεν... ὁ ἰατρὸς τὸ [[φάρμακον]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 11. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς [[νέκταρ]] νὰ πίωσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· μικρὸν [[ὕδωρ]] π. τινὰ Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΔ΄, 17)· [[ποτήριον]] π. τινὰ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 41, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 13. 3) [[ποτίζω]] τὴν γῆν, [[Νεῖλος]] π. χθόνα Ἀνθ. Π. 1. 100, πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 6)· π. τὰ φυόμενα Ξεν. Συμπ. 2, 25· [[ὡσαύτως]] [[ποτίζω]] ζῷα, ταύρως καὶ πόρτιας Θεόκρ. 1. 121. ― Παθ., ποτίζομαι, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 3· ἐπὶ γῆς, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27, κτλ. 4) π. οἴνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπότισα;<br />abreuver (la terre, les plantes, les bestiaux).<br />'''Étymologie:''' [[πότος]].
}}
}}