Anonymous

παράβασις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράβᾰσις''': Ἐπικ. παραίβ-, ἡ, τὸ βαίνειν κατὰ [[μέρος]], ἐκφυγή, παραίβασις ἔσσετ’ ὀλέθρου Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832· [[παρεκτροπή]], ἐλαχίστη [[μεταβολή]], Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 2, Πλούτ. 2. 649Β· [[παρέκβασις]], Στράβ. 15. 2) ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ βαδίζειν ἢ περιπατεῖν, π. καὶ [[παράλλαξις]] σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6. ΙΙ. ἡ [[ὑπέρβασις]], ὅρων ὁ αὐτ. 2. 122Ε· τῶν δικαίων παραβάσεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. καὶ Πομπ. Συγκρ. 1· ― ἀπολ., [[παράβασις]], ὁ αὐτ. 2. 209Α, 746C, κτλ.· [[οὕτως]] Ἐπικ. [[παραιβασίη]], Ἡσ. Θ. 220. ΙΙΙ. ἐν τῇ παλαιᾷ [[κωμῳδία]] [[παράβασις]] ἦτο, ὅτε ὁ χορὸς προέβαινεν ἐκ τῆς προτέρας [[αὐτοῦ]] στάσεως καὶ ὡμίλει πρὸς τοὺς θεατὰς ἐν ὀνόματι τοῦ ποιητοῦ, «ἡ [[παράβασις]] δοκεῖ μὲν ἐν τοῦ χοροῦ λέγεσθαι, εἰσάγει δὲ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[πρόσωπον]] ὁ ποιητὴς» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 733· δὲν ἦτο δὲ ἀπαραίτητον [[μέρος]] τῆς κωμῳδίας, [[διότι]] ἐν τρισὶν ἐκ τῶν σῳζομένων κωμῳδιῶν τοῦ Ἀριστοφ., δηλ. Ἐκκλ., Λυσιστρ. Πλούτῳ, δὲν ὑπάρχει. Ἡ [[παράβασις]] οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν κυρίαν πρᾶξιν τὴν ἐν τῷ δράματι καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν ὡμοίαζε κατά τι πρὸς τὸν πρόλογον τῆς Ρωμαϊκῆς κωμῳδίας, πλὴν ὅτι ἐτίθετο [[πάντοτε]] ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δράματος, συνήθως εὐθὺς [[μετὰ]] τὸ πρῶτον χορικόν. Καὶ τοῦτο δὲ ἐμιμήθη ὁ Πλαῦτος ἐν ταῖς κωμῳδίαις αὑτοῦ Curculio καὶ Cistellaria. ― «Εἴδη δὲ παραβάσεων [[ἑπτά]], ἁπλᾶ μὲν [[τρία]], κατὰ δὲ σχέσιν τέσσαρα· τὰ μὲν οὖν ἁπλᾶ ἐστι [[ταῦτα]], [[κομμάτιον]]. [[παράβασις]] ὁμωνύμως, ἣ καὶ [[ἀνάπαιστος]] καλεῖται, ... [[πνῖγος]], ὃ καὶ [[μακρόν]]· τὰ δὲ κατὰ σχέσιν [[στροφή]], [[ἀντίστροφος]], [[ἐπίρρημα]], [[ἀντεπίρρημα]]. Ἡ μὲν οὖν στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] συνεμπίπτουσι κατὰ τὸ [[μέτρον]] καὶ τὰ κῶλα· [[πάλιν]] τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ τὸ [[ἀντεπίρρημα]]. Τινὲς δὲ προστιθέασι καὶ ᾠδὴν καὶ ἀντῳδήν ... ἡ μὲν οὖν [[παράβασις]] ἡ ἐκ τούτων συγκειμένη τελεία ἐστίν· εἰσὶ δὲ καὶ ἀτελεῖς παραβάσεις ὧν ἐστι καὶ αὕτη» (δηλ. ἡ τῶν Νεφελῶν) Σχόλ. εἰς Νεφ. 518· τὰ [[τρία]] πρῶτα μέρη ὡς καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ [[ἀντεπίρρημα]] ἀπηγγέλλοντο ὑπὸ τοῦ κορυφαίου, ἡ δὲ στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] ὑφ’ ὅλου τοῦ χοροῦ, Ἑρμάνν. El. Metr. 3. 21. Ὑπάρχουσι πλήρεις παραβάσεις ἐν Ἀχαρν., Ἱππ. καὶ Σφ.
|lstext='''παράβᾰσις''': Ἐπικ. παραίβ-, ἡ, τὸ βαίνειν κατὰ [[μέρος]], ἐκφυγή, παραίβασις ἔσσετ’ ὀλέθρου Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832· [[παρεκτροπή]], ἐλαχίστη [[μεταβολή]], Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 2, Πλούτ. 2. 649Β· [[παρέκβασις]], Στράβ. 15. 2) ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ βαδίζειν ἢ περιπατεῖν, π. καὶ [[παράλλαξις]] σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6. ΙΙ. ἡ [[ὑπέρβασις]], ὅρων ὁ αὐτ. 2. 122Ε· τῶν δικαίων παραβάσεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. καὶ Πομπ. Συγκρ. 1· ― ἀπολ., [[παράβασις]], ὁ αὐτ. 2. 209Α, 746C, κτλ.· [[οὕτως]] Ἐπικ. [[παραιβασίη]], Ἡσ. Θ. 220. ΙΙΙ. ἐν τῇ παλαιᾷ [[κωμῳδία]] [[παράβασις]] ἦτο, ὅτε ὁ χορὸς προέβαινεν ἐκ τῆς προτέρας [[αὐτοῦ]] στάσεως καὶ ὡμίλει πρὸς τοὺς θεατὰς ἐν ὀνόματι τοῦ ποιητοῦ, «ἡ [[παράβασις]] δοκεῖ μὲν ἐν τοῦ χοροῦ λέγεσθαι, εἰσάγει δὲ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[πρόσωπον]] ὁ ποιητὴς» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 733· δὲν ἦτο δὲ ἀπαραίτητον [[μέρος]] τῆς κωμῳδίας, [[διότι]] ἐν τρισὶν ἐκ τῶν σῳζομένων κωμῳδιῶν τοῦ Ἀριστοφ., δηλ. Ἐκκλ., Λυσιστρ. Πλούτῳ, δὲν ὑπάρχει. Ἡ [[παράβασις]] οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν κυρίαν πρᾶξιν τὴν ἐν τῷ δράματι καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν ὡμοίαζε κατά τι πρὸς τὸν πρόλογον τῆς Ρωμαϊκῆς κωμῳδίας, πλὴν ὅτι ἐτίθετο [[πάντοτε]] ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δράματος, συνήθως εὐθὺς [[μετὰ]] τὸ πρῶτον χορικόν. Καὶ τοῦτο δὲ ἐμιμήθη ὁ Πλαῦτος ἐν ταῖς κωμῳδίαις αὑτοῦ Curculio καὶ Cistellaria. ― «Εἴδη δὲ παραβάσεων [[ἑπτά]], ἁπλᾶ μὲν [[τρία]], κατὰ δὲ σχέσιν τέσσαρα· τὰ μὲν οὖν ἁπλᾶ ἐστι [[ταῦτα]], [[κομμάτιον]]. [[παράβασις]] ὁμωνύμως, ἣ καὶ [[ἀνάπαιστος]] καλεῖται, ... [[πνῖγος]], ὃ καὶ [[μακρόν]]· τὰ δὲ κατὰ σχέσιν [[στροφή]], [[ἀντίστροφος]], [[ἐπίρρημα]], [[ἀντεπίρρημα]]. Ἡ μὲν οὖν στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] συνεμπίπτουσι κατὰ τὸ [[μέτρον]] καὶ τὰ κῶλα· [[πάλιν]] τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ τὸ [[ἀντεπίρρημα]]. Τινὲς δὲ προστιθέασι καὶ ᾠδὴν καὶ ἀντῳδήν ... ἡ μὲν οὖν [[παράβασις]] ἡ ἐκ τούτων συγκειμένη τελεία ἐστίν· εἰσὶ δὲ καὶ ἀτελεῖς παραβάσεις ὧν ἐστι καὶ αὕτη» (δηλ. ἡ τῶν Νεφελῶν) Σχόλ. εἰς Νεφ. 518· τὰ [[τρία]] πρῶτα μέρη ὡς καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ [[ἀντεπίρρημα]] ἀπηγγέλλοντο ὑπὸ τοῦ κορυφαίου, ἡ δὲ στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] ὑφ’ ὅλου τοῦ χοροῦ, Ἑρμάνν. El. Metr. 3. 21. Ὑπάρχουσι πλήρεις παραβάσεις ἐν Ἀχαρν., Ἱππ. καὶ Σφ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de franchir, gén. ; transgression, violation de, gén. ; <i>abs.</i> faute, prévarication;<br /><b>2</b> action de marcher;<br /><b>3</b> action de s’avancer, <i>particul. dans la vieille comédie att.</i> : parabase, <i>jeu de scène du chœur qui s’avançait vers les spectateurs pour leur adresser certains conseils qqf étrangers au sujet</i> ; parabase, <i>la tirade même que débitaient ainsi en partie le chef de chœur, en partie le chœur entier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[παραβαίνω]].
}}
}}