Anonymous

δυσδιαίτητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιαίτητος''': -ον, περὶ οὗ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἀποφασίσῃ τις, [[κρίσις]] Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
|lstext='''δυσδιαίτητος''': -ον, περὶ οὗ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἀποφασίσῃ τις, [[κρίσις]] Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à trancher, à décider.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαιτάω]].
}}
}}