Anonymous

μόσχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόσχος''': (Α), ὁ, μικρὸς [[κλάδος]] ἢ [[βλαστός]], δίδη μόσχοιο λύγοισι (ἴδε [[λύγος]]) Ἰλ. Λ. 105, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 8, π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1. (Εἶναι φανερὰ ἡ [[σχέσις]] μεταξὺ τοῦ [[μόσχος]] καὶ [[ὄσχος]], [[ὄζος]], ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ αὐτῆς, σ. 542).
|lstext='''μόσχος''': (Α), ὁ, μικρὸς [[κλάδος]] ἢ [[βλαστός]], δίδη μόσχοιο λύγοισι (ἴδε [[λύγος]]) Ἰλ. Λ. 105, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 8, π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1. (Εἶναι φανερὰ ἡ [[σχέσις]] μεταξὺ τοῦ [[μόσχος]] καὶ [[ὄσχος]], [[ὄζος]], ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ αὐτῆς, σ. 542).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> rejeton d’une plante, jeune pousse;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> rejeton d’un homme, jeune garçon, jeune fille;<br /><b>2</b> petit d’un animal, d’un oiseau ; <i>particul.</i> veau, génisse ; <i>p. ext. en parl. du bœuf Apis</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>arm.</i> mozi « veau ».<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />musc.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> muská « testicule ».
}}
}}