Anonymous

πάρευνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάρευνος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, [[σύνευνος]], Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.
|lstext='''πάρευνος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, [[σύνευνος]], Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon <i>ou</i> compagne de lit ; <i>subst.</i> époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εὐνή]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
}}